μονόχνοτος

μονόχνοτος
-η, -ο
αυτός που δεν τού αρέσει να συναναστρέφεται άλλους, αυτός που θέλει να ζει μόνος, ακοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + χνότο,].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονόχνοτος — η, ο αυτός που αποφεύγει τους άλλους, ακοινώνητος, μισάνθρωπος: Είναι μονόχνοτος και δεν καλεί κανέναν στο σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • αρκούδα — η 1. το αρπακτικό θηλαστικό ζώο άρκτος. 2. γυναίκα μεγαλόσωμη και άχαρη: Πού τη βρήκες αυτή την αρκούδα. 3. άνθρωπος δασύτριχος ή ακοινώνητος, μονόχνοτος: Κοίταξε τι αρκούδα είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαντασιοπληξία — η 1. φαντασιοκοπία (βλ. λ.). 2. ιδιοτροπία, παραξενιά: Μονόχνοτος άνθρωπος γεμάτος φαντασιοπληξίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”